ανάπαυση

ανάπαυση
και ανάπαψη, η (AM ἀνάπαυσις και ποιητ. ἄμπαυσις) [ἀναπαύω]
1. διακοπή σωματικής ή πνευματικής εργασίας που επιφέρει κόπωση
2. ξεκούραση, καθησύχαση
3. ξεκούραση στην αιωνιότητα, θάνατος
μσν.- νεοελλ.
1. ησυχία, ηρεμία
2. ειρηνικός βίος, ευημερία, ευμάρεια, άνεση ζωής, καλοπέραση
νεοελλ.
1. ο ύπνος και μάλιστα όχι ο νυκτερινός, αλλά κατά τη διάρκεια τής ημέρας
2. (στη Στρατ. ή τη Γυμν.) ανάπαυση! παράγγελμα σύντομης διακοπής τών ασκήσεων, κατά την οποία ο γυμναζόμενος παραμένει στη θέση του, αλλά όχι σε στάση προσοχής
3. φρ. «αιώνια ανάπαυση», θάνατος
«τόπος αναπαύσεως», νεκροταφείο
αρχ.
1. αναψυχή, ψυχαγωγία
2. το Σάββατο ως ημέρα αναπαύσεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάπαυση — ανάπαυση, η και ανάπαψη, η 1. διακοπή της δουλειάς για ξεκούρασμα: Το μεσημέρι είχαν και μια ώρα για φαγητό και ανάπαυση. 2. ύπνος: Πήγε στο δωμάτιό του για ανάπαυση. 3. θάνατος: Ξεκουράστηκε μονάχα στην αιώνια ανάπαυση. 4. παράγγελμα στο στρατό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναπαύση — ἀνάπαυσις repose fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναπαύσῃ — ἀναπαύσηι , ἀνάπαυσις repose fem dat sg (epic) ἀναπαύω make to cease aor subj mid 2nd sg ἀναπαύω make to cease aor subj act 3rd sg ἀναπαύω make to cease fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπαυτήριος — ια, ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, ον) [ἀναπαύω] 1. ο κατάλληλος για ανάπαυση 2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • ημιανάπαυση — η (γυμναστ.) ενδιάμεσο παράγγελμα που δίνεται μετά την «προσοχή» και πριν από την «ανάπαυση», και κατά το οποίο ο γυμναζόμενος λύνει για λίγο τη στάση τής προσοχής μετακινώντας το αριστερό πόδι του προς τα πλάγια, ωσότου δοθεί το επόμενο… …   Dictionary of Greek

  • ησυχία — η (AM ἡσυχία) [ήσυχος] 1. έλλειψη θορύβου, σιωπή, ηρεμία, γαλήνη, αταραξία («τής νύχτας η ησυχία») 2. η κατάσταση τού αναπαυομενου, τού αμέριμνου, έλλειψη δραστηριότητας, απομάκρυνση από την ενεργό δράση, αμεριμνησία, ψυχική γαλήνη («όταν… …   Dictionary of Greek

  • Σάββατο — Έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας, αφιερωμένη στον Κύριο. Η αρχαιότερη βιβλική νομοθεσία καθόριζε την ημέρα αυτή για πλήρη ανάπαυση, συνδέοντας την με την «ανάπαυση» του θεού κατά την έβδομη ημέρα της δημιουργίας (Γένεσις β’, Ικ.ε.), καθώς και… …   Dictionary of Greek

  • ανάπαυλα — η (Α ἀνάπαυλα) [ἀναπαύω] προσωρινή διακοπή εργασίας για ανάπαυση, ξεκούραση μσν. καταφυγή, παρηγοριά αρχ. 1. ανακούφιση από κάτι, απαλλαγή 2. τόπος για ανάπαυση, αναπαυτήριο, πανδοχείο …   Dictionary of Greek

  • αναπαυτικός — ή, ό (AM ἀναπαυτικός, ή, όν) [ἀναπαύω] αυτός που προσφέρει ανάπαυση, άνετος, ξεκούραστος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναπαυτικόν στρατιωτικό παράγγελμα για ανάπαυση, διακοπή …   Dictionary of Greek

  • αναπαύσιμος — η, ο (Μ ἀναπαύσιμος, ον) [ἀνάπαυσις] ο σχετικός με την ανάπαυση ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν, αυτός που έχει οριστεί για ανάπαυση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”